Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
παραστάς
παράστασις
παραστάτας
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παρασταυρόω
παραστεγάζω
παραστέγη
παραστείχω
παραστέλλω
παραστενάχομαι
παραστήλη
παράστημα
παραστίζω
παραστίλβω
View word page
παραστάτις
a helper, assistant

ShortDef

a helper, assistant

Debugging

Headword:
παραστάτις
Headword (normalized):
παραστάτις
Headword (normalized/stripped):
παραστατις
IDX:
66238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66239
Key:

Data

{'content': 'a helper, assistant'}