Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
παραστάς
παράστασις
παραστάτας
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παρασταυρόω
παραστεγάζω
παραστέγη
παραστείχω
παραστέλλω
παραστενάχομαι
παραστήλη
παράστημα
View word page
παραστάτης
one who stands by, a defender
ShortDef
one who stands by, a defender
Debugging
Headword:
παραστάτης
Headword (normalized):
παραστάτης
Headword (normalized/stripped):
παραστατης
IDX:
66236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66237
Key:
Data
{'content': 'one who stands by, a defender'}