Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασπορά
παρᾶσσον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
παραστάς
παράστασις
παραστάτας
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παρασταυρόω
παραστεγάζω
παραστέγη
παραστείχω
παραστέλλω
View word page
παραστάτας
comrade in arms
ShortDef
comrade in arms
Debugging
Headword:
παραστάτας
Headword (normalized):
παραστάτας
Headword (normalized/stripped):
παραστατας
IDX:
66233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66234
Key:
Data
{'content': 'comrade in arms'}