Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
παραστάς
παράστασις
παραστάτας
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παρασταυρόω
παραστεγάζω
παραστέγη
παραστείχω
View word page
παράστασις
a putting aside
ShortDef
a putting aside
Debugging
Headword:
παράστασις
Headword (normalized):
παράστασις
Headword (normalized/stripped):
παραστασις
IDX:
66232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66233
Key:
Data
{'content': 'a putting aside'}