Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
παραστάς
παράστασις
παραστάτας
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
παρασταυρόω
παραστεγάζω
View word page
παράσταθμος
deficient in weight

ShortDef

deficient in weight

Debugging

Headword:
παράσταθμος
Headword (normalized):
παράσταθμος
Headword (normalized/stripped):
παρασταθμος
IDX:
66230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66231
Key:

Data

{'content': 'deficient in weight'}