Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἀνατμητικός
ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
ἀνατολάς
ἀνατολή
ἀνατολικός
ἀνατολμάω
ἀνατομή
ἀνατομικός
View word page
ἀνατλῆναι
to bear up against, endure
ShortDef
to bear up against, endure
Debugging
Headword:
ἀνατλῆναι
Headword (normalized):
ἀνατλῆναι
Headword (normalized/stripped):
ανατληναι
IDX:
6622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6623
Key:
Data
{'content': 'to bear up against, endure'}