Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασπόνδειος
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
παραστάς
παράστασις
παραστάτας
παραστατέον
παραστατέω
παραστάτης
παραστατικός
παραστάτις
View word page
παρασταθμίζω
praepondero

ShortDef

praepondero

Debugging

Headword:
παρασταθμίζω
Headword (normalized):
παρασταθμίζω
Headword (normalized/stripped):
παρασταθμιζω
IDX:
66228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66229
Key:

Data

{'content': 'praepondero'}