Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπόνδειος
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
παραστάς
παράστασις
παραστάτας
παραστατέον
View word page
παρᾶσσον
immediately, at once

ShortDef

immediately, at once

Debugging

Headword:
παρᾶσσον
Headword (normalized):
παρᾶσσον
Headword (normalized/stripped):
παρασσον
IDX:
66224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66225
Key:

Data

{'content': 'immediately, at once'}