Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπόνδειος
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
παραστάς
παράστασις
παραστάτας
View word page
παρασπορά
sowing
ShortDef
sowing
Debugging
Headword:
παρασπορά
Headword (normalized):
παρασπορά
Headword (normalized/stripped):
παρασπορα
IDX:
66223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66224
Key:
Data
{'content': 'sowing'}