Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπόνδειος
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
παράσταθμος
View word page
παρασπόνδημα
a breach of faith

ShortDef

a breach of faith

Debugging

Headword:
παρασπόνδημα
Headword (normalized):
παρασπόνδημα
Headword (normalized/stripped):
παρασπονδημα
IDX:
66220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66221
Key:

Data

{'content': 'a breach of faith'}