Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπόνδειος
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
παρασταθμίζω
παράσταθμον
View word page
παρασπονδέω
to act contrary to an alliance
ShortDef
to act contrary to an alliance
Debugging
Headword:
παρασπονδέω
Headword (normalized):
παρασπονδέω
Headword (normalized/stripped):
παρασπονδεω
IDX:
66219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66220
Key:
Data
{'content': 'to act contrary to an alliance'}