Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἀνατμητικός
ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
ἀνατολάς
ἀνατολή
ἀνατολικός
ἀνατολμάω
ἀνατομή
View word page
ἀνάτλημα
sufferance

ShortDef

sufferance

Debugging

Headword:
ἀνάτλημα
Headword (normalized):
ἀνάτλημα
Headword (normalized/stripped):
ανατλημα
IDX:
6621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6622
Key:

Data

{'content': 'sufferance'}