Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπόνδειος
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παρασταδόν
παραστάζω
παρασταθμίδες
View word page
παρασπιστής
a companion in arms

ShortDef

a companion in arms

Debugging

Headword:
παρασπιστής
Headword (normalized):
παρασπιστής
Headword (normalized/stripped):
παρασπιστης
IDX:
66217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66218
Key:

Data

{'content': 'a companion in arms'}