Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπόνδειος
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παρασταδόν
παραστάζω
View word page
παρασπίζω
to bear a shield beside

ShortDef

to bear a shield beside

Debugging

Headword:
παρασπίζω
Headword (normalized):
παρασπίζω
Headword (normalized/stripped):
παρασπιζω
IDX:
66216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66217
Key:

Data

{'content': 'to bear a shield beside'}