Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπόνδειος
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
παρασταδόν
View word page
παρασπείρω
sow among
ShortDef
sow among
Debugging
Headword:
παρασπείρω
Headword (normalized):
παρασπείρω
Headword (normalized/stripped):
παρασπειρω
IDX:
66215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66216
Key:
Data
{'content': 'sow among'}