Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπόνδειος
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασπορά
παρᾶσσον
View word page
παρασπειράομαι
lie coiled beside

ShortDef

lie coiled beside

Debugging

Headword:
παρασπειράομαι
Headword (normalized):
παρασπειράομαι
Headword (normalized/stripped):
παρασπειραομαι
IDX:
66214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66215
Key:

Data

{'content': 'lie coiled beside'}