Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπόνδειος
παρασπονδέω
παρασπόνδημα
παρασπόνδησις
παράσπονδος
παρασπορά
View word page
παρασπάω
to draw forcibly aside, wrest aside
ShortDef
to draw forcibly aside, wrest aside
Debugging
Headword:
παρασπάω
Headword (normalized):
παρασπάω
Headword (normalized/stripped):
παρασπαω
IDX:
66213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66214
Key:
Data
{'content': 'to draw forcibly aside, wrest aside'}