Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπόνδειος
παρασπονδέω
View word page
παρασόφισμα
additional invention

ShortDef

additional invention

Debugging

Headword:
παρασόφισμα
Headword (normalized):
παρασόφισμα
Headword (normalized/stripped):
παρασοφισμα
IDX:
66209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66210
Key:

Data

{'content': 'additional invention'}