Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἀνατμητικός
ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
ἀνατολάς
ἀνατολή
ἀνατολικός
ἀνατολμάω
View word page
ἀνατιτράω
bore through, bore

ShortDef

bore through, bore

Debugging

Headword:
ἀνατιτράω
Headword (normalized):
ἀνατιτράω
Headword (normalized/stripped):
ανατιτραω
IDX:
6620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6621
Key:

Data

{'content': 'bore through, bore'}