Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
παρασπόνδειος
View word page
παρασοφίζομαι
to out-do in skill

ShortDef

to out-do in skill

Debugging

Headword:
παρασοφίζομαι
Headword (normalized):
παρασοφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
παρασοφιζομαι
IDX:
66208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66209
Key:

Data

{'content': 'to out-do in skill'}