Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
παρασπιστής
View word page
παρασοβέω
to scare away

ShortDef

to scare away

Debugging

Headword:
παρασοβέω
Headword (normalized):
παρασοβέω
Headword (normalized/stripped):
παρασοβεω
IDX:
66207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66208
Key:

Data

{'content': 'to scare away'}