Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
παρασπίζω
View word page
παρασμήχω
rub gently

ShortDef

rub gently

Debugging

Headword:
παρασμήχω
Headword (normalized):
παρασμήχω
Headword (normalized/stripped):
παρασμηχω
IDX:
66206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66207
Key:

Data

{'content': 'rub gently'}