Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
παρασπείρω
View word page
παρασκώπτω
to jeer indirectly

ShortDef

to jeer indirectly

Debugging

Headword:
παρασκώπτω
Headword (normalized):
παρασκώπτω
Headword (normalized/stripped):
παρασκωπτω
IDX:
66205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66206
Key:

Data

{'content': 'to jeer indirectly'}