Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
παρασπειράομαι
View word page
παρασκοπέω
to give a sidelong glance at

ShortDef

to give a sidelong glance at

Debugging

Headword:
παρασκοπέω
Headword (normalized):
παρασκοπέω
Headword (normalized/stripped):
παρασκοπεω
IDX:
66204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66205
Key:

Data

{'content': 'to give a sidelong glance at'}