Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
παρασπάω
View word page
παρασκιρτάω
to leap upon

ShortDef

to leap upon

Debugging

Headword:
παρασκιρτάω
Headword (normalized):
παρασκιρτάω
Headword (normalized/stripped):
παρασκιρταω
IDX:
66203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66204
Key:

Data

{'content': 'to leap upon'}