Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
παρασπασμός
View word page
παρασκιάζω
overshadow, obscure

ShortDef

overshadow, obscure

Debugging

Headword:
παρασκιάζω
Headword (normalized):
παρασκιάζω
Headword (normalized/stripped):
παρασκιαζω
IDX:
66202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66203
Key:

Data

{'content': 'overshadow, obscure'}