Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
παρασόφισμα
παρασπάς
παράσπασις
View word page
παρασκήπτω
to fall beside

ShortDef

to fall beside

Debugging

Headword:
παρασκήπτω
Headword (normalized):
παρασκήπτω
Headword (normalized/stripped):
παρασκηπτω
IDX:
66201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66202
Key:

Data

{'content': 'to fall beside'}