Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκέπασμα
παρασκεπάστρα
παρασκέπω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
παρασμήχω
παρασοβέω
παρασοφίζομαι
View word page
παρασκηνάω
to pitch one's tent beside

ShortDef

to pitch one's tent beside

Debugging

Headword:
παρασκηνάω
Headword (normalized):
παρασκηνάω
Headword (normalized/stripped):
παρασκηναω
IDX:
66198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66199
Key:

Data

{'content': "to pitch one's tent beside"}