Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασκάπτω
παρασκελής
παρασκέλια
παρασκέπασμα
παρασκεπάστρα
παρασκέπω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
παρασκοπέω
παρασκώπτω
View word page
παρασκευαστικός
skilled in providing

ShortDef

skilled in providing

Debugging

Headword:
παρασκευαστικός
Headword (normalized):
παρασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
παρασκευαστικος
IDX:
66195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66196
Key:

Data

{'content': 'skilled in providing'}