Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασιωπητέον
παρασκαίρω
παρασκάπτω
παρασκελής
παρασκέλια
παρασκέπασμα
παρασκεπάστρα
παρασκέπω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
παρασκιρτάω
View word page
παρασκευαστέος
one must prepare

ShortDef

one must prepare

Debugging

Headword:
παρασκευαστέος
Headword (normalized):
παρασκευαστέος
Headword (normalized/stripped):
παρασκευαστεος
IDX:
66193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66194
Key:

Data

{'content': 'one must prepare'}