Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασιώπησις
παρασιωπητέον
παρασκαίρω
παρασκάπτω
παρασκελής
παρασκέλια
παρασκέπασμα
παρασκεπάστρα
παρασκέπω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
παρασκιάζω
View word page
παρασκεύασμα
anything prepared, apparatus
ShortDef
anything prepared, apparatus
Debugging
Headword:
παρασκεύασμα
Headword (normalized):
παρασκεύασμα
Headword (normalized/stripped):
παρασκευασμα
IDX:
66192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66193
Key:
Data
{'content': 'anything prepared, apparatus'}