Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασιωπάω
παρασιώπησις
παρασιωπητέον
παρασκαίρω
παρασκάπτω
παρασκελής
παρασκέλια
παρασκέπασμα
παρασκεπάστρα
παρασκέπω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
παρασκηνόω
παρασκήπτω
View word page
παρασκευάζω
to get ready, prepare

ShortDef

to get ready, prepare

Debugging

Headword:
παρασκευάζω
Headword (normalized):
παρασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
παρασκευαζω
IDX:
66191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66192
Key:

Data

{'content': 'to get ready, prepare'}