Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασίτιον
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασιώπησις
παρασιωπητέον
παρασκαίρω
παρασκάπτω
παρασκελής
παρασκέλια
παρασκέπασμα
παρασκεπάστρα
παρασκέπω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
παρασκευαστός
παρασκευή
παρασκηνάω
παρασκήνιον
View word page
παρασκεπάστρα
bandage

ShortDef

bandage

Debugging

Headword:
παρασκεπάστρα
Headword (normalized):
παρασκεπάστρα
Headword (normalized/stripped):
παρασκεπαστρα
IDX:
66189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66190
Key:

Data

{'content': 'bandage'}