Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἀνατμητικός
ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
ἀνατολάς
ἀνατολή
View word page
ἀνατινάσσω
to shake up and down, brandish
ShortDef
to shake up and down, brandish
Debugging
Headword:
ἀνατινάσσω
Headword (normalized):
ἀνατινάσσω
Headword (normalized/stripped):
ανατινασσω
IDX:
6618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6619
Key:
Data
{'content': 'to shake up and down, brandish'}