Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασιτέω
παρασίτησις
παρασιτία
παρασιτικός
παρασίτιον
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασιώπησις
παρασιωπητέον
παρασκαίρω
παρασκάπτω
παρασκελής
παρασκέλια
παρασκέπασμα
παρασκεπάστρα
παρασκέπω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
παρασκευαστικός
View word page
παρασκάπτω
dig up

ShortDef

dig up

Debugging

Headword:
παρασκάπτω
Headword (normalized):
παρασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
παρασκαπτω
IDX:
66185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66186
Key:

Data

{'content': 'dig up'}