Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασίτησις
παρασιτία
παρασιτικός
παρασίτιον
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασιώπησις
παρασιωπητέον
παρασκαίρω
παρασκάπτω
παρασκελής
παρασκέλια
παρασκέπασμα
παρασκεπάστρα
παρασκέπω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
παρασκευαστέος
παρασκευαστής
View word page
παρασκαίρω
bound beside
ShortDef
bound beside
Debugging
Headword:
παρασκαίρω
Headword (normalized):
παρασκαίρω
Headword (normalized/stripped):
παρασκαιρω
IDX:
66184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66185
Key:
Data
{'content': 'bound beside'}