Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασίτησις
παρασιτία
παρασιτικός
παρασίτιον
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασιώπησις
παρασιωπητέον
παρασκαίρω
παρασκάπτω
παρασκελής
παρασκέλια
παρασκέπασμα
παρασκεπάστρα
παρασκέπω
παρασκευάζω
παρασκεύασμα
View word page
παρασιώπησις
passing over in silence

ShortDef

passing over in silence

Debugging

Headword:
παρασιώπησις
Headword (normalized):
παρασιώπησις
Headword (normalized/stripped):
παρασιωπησις
IDX:
66182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66183
Key:

Data

{'content': 'passing over in silence'}