Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἀνατμητικός
ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
ἀνατολάς
View word page
ἀνατιναγμός
shaking violently

ShortDef

shaking violently

Debugging

Headword:
ἀνατιναγμός
Headword (normalized):
ἀνατιναγμός
Headword (normalized/stripped):
ανατιναγμος
IDX:
6617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6618
Key:

Data

{'content': 'shaking violently'}