Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασημεῖον
παρασημειόομαι
παρασημείωσις
παρασημειωτέον
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασίτησις
παρασιτία
παρασιτικός
παρασίτιον
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασιώπησις
παρασιωπητέον
παρασκαίρω
παρασκάπτω
παρασκελής
παρασκέλια
παρασκέπασμα
View word page
παρασιτικός
of a παράσιτος

ShortDef

of a παράσιτος

Debugging

Headword:
παρασιτικός
Headword (normalized):
παρασιτικός
Headword (normalized/stripped):
παρασιτικος
IDX:
66178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66179
Key:

Data

{'content': 'of a παράσιτος'}