Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασημαίνομαι
παρασημαντέον
παρασημαντικός
παρασημασία
παρασημεῖον
παρασημειόομαι
παρασημείωσις
παρασημειωτέον
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασίτησις
παρασιτία
παρασιτικός
παρασίτιον
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασιώπησις
παρασιωπητέον
παρασκαίρω
View word page
παρασιγάω
to pass by in silence

ShortDef

to pass by in silence

Debugging

Headword:
παρασιγάω
Headword (normalized):
παρασιγάω
Headword (normalized/stripped):
παρασιγαω
IDX:
66174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66175
Key:

Data

{'content': 'to pass by in silence'}