Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρασεύω
παρασημαίνομαι
παρασημαντέον
παρασημαντικός
παρασημασία
παρασημεῖον
παρασημειόομαι
παρασημείωσις
παρασημειωτέον
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παρασιτέω
παρασίτησις
παρασιτία
παρασιτικός
παρασίτιον
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασιώπησις
παρασιωπητέον
View word page
παράσημος
falsely stamped
ShortDef
falsely stamped
Debugging
Headword:
παράσημος
Headword (normalized):
παράσημος
Headword (normalized/stripped):
παρασημος
IDX:
66173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66174
Key:
Data
{'content': 'falsely stamped'}