Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἀνατμητικός
ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
View word page
ἀνατιμάω
to raise in price

ShortDef

to raise in price

Debugging

Headword:
ἀνατιμάω
Headword (normalized):
ἀνατιμάω
Headword (normalized/stripped):
ανατιμαω
IDX:
6616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6617
Key:

Data

{'content': 'to raise in price'}