Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παράσεισμα
παρασείω
παρασεσυρμένως
παρασεύω
παρασημαίνομαι
παρασημαντέον
παρασημαντικός
παρασημασία
παρασημεῖον
παρασημειόομαι
παρασημείωσις
παρασημειωτέον
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
View word page
παρασημαίνομαι
to set one's seal beside, to counterseal, seal up

ShortDef

to set one's seal beside, to counterseal, seal up

Debugging

Headword:
παρασημαίνομαι
Headword (normalized):
παρασημαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
παρασημαινομαι
IDX:
66164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66165
Key:

Data

{'content': "to set one's seal beside, to counterseal, seal up"}