Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παράσεισμα
παρασείω
παρασεσυρμένως
παρασεύω
παρασημαίνομαι
παρασημαντέον
παρασημαντικός
παρασημασία
παρασημεῖον
παρασημειόομαι
παρασημείωσις
παρασημειωτέον
παράσημον
παράσημος
View word page
παρασεύω
drive past

ShortDef

drive past

Debugging

Headword:
παρασεύω
Headword (normalized):
παρασεύω
Headword (normalized/stripped):
παρασευω
IDX:
66163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66164
Key:

Data

{'content': 'drive past'}