Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραρτύω
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παράσεισμα
παρασείω
παρασεσυρμένως
παρασεύω
παρασημαίνομαι
παρασημαντέον
παρασημαντικός
παρασημασία
παρασημεῖον
παρασημειόομαι
παρασημείωσις
παρασημειωτέον
παράσημον
View word page
παρασεσυρμένως
mockingly
ShortDef
mockingly
Debugging
Headword:
παρασεσυρμένως
Headword (normalized):
παρασεσυρμένως
Headword (normalized/stripped):
παρασεσυρμενως
IDX:
66162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66163
Key:
Data
{'content': 'mockingly'}