Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παράσεισμα
παρασείω
παρασεσυρμένως
παρασεύω
παρασημαίνομαι
παρασημαντέον
παρασημαντικός
παρασημασία
παρασημεῖον
παρασημειόομαι
View word page
παράσειρος
fastened alongside

ShortDef

fastened alongside

Debugging

Headword:
παράσειρος
Headword (normalized):
παράσειρος
Headword (normalized/stripped):
παρασειρος
IDX:
66159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66160
Key:

Data

{'content': 'fastened alongside'}