Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράρτημα
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παράσεισμα
παρασείω
παρασεσυρμένως
παρασεύω
παρασημαίνομαι
παρασημαντέον
παρασημαντικός
παρασημασία
παρασημεῖον
View word page
παράσειον
a topsail

ShortDef

a topsail

Debugging

Headword:
παράσειον
Headword (normalized):
παράσειον
Headword (normalized/stripped):
παρασειον
IDX:
66158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66159
Key:

Data

{'content': 'a topsail'}