Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παράσεισμα
παρασείω
παρασεσυρμένως
παρασεύω
παρασημαίνομαι
παρασημαντέον
παρασημαντικός
παρασημασία
View word page
παρασάττω
to stuff in beside

ShortDef

to stuff in beside

Debugging

Headword:
παρασάττω
Headword (normalized):
παρασάττω
Headword (normalized/stripped):
παρασαττω
IDX:
66157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66158
Key:

Data

{'content': 'to stuff in beside'}