Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παράσεισμα
παρασείω
παρασεσυρμένως
παρασεύω
παρασημαίνομαι
παρασημαντέον
παρασημαντικός
View word page
παρασαρόω
sweep beside

ShortDef

sweep beside

Debugging

Headword:
παρασαρόω
Headword (normalized):
παρασαρόω
Headword (normalized/stripped):
παρασαροω
IDX:
66156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66157
Key:

Data

{'content': 'sweep beside'}