Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραρτάομαι
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παράσεισμα
παρασείω
παρασεσυρμένως
παρασεύω
παρασημαίνομαι
παρασημαντέον
View word page
παρασαλεύω
shake to the foundations, sap, undermine
ShortDef
shake to the foundations, sap, undermine
Debugging
Headword:
παρασαλεύω
Headword (normalized):
παρασαλεύω
Headword (normalized/stripped):
παρασαλευω
IDX:
66155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66156
Key:
Data
{'content': 'shake to the foundations, sap, undermine'}